Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopartàccia
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [parˈtatʧa] 1 βρόμικο κόλπο 2 μάλωμα 3 ψυχρολουσία 4 κατσάδα 5 εξάψαλμος 6 αθιβολή 7 μερεμέτι 8 ονειδισμός 9 ρομπατσίνα 10 τράκο 11 μομφή 12 κατσάδιασμα 13 επιτίμηση 14 ψάλσιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |