Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoparsec
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈparsek] 1 μονάδα μήκους της αστρονομίας ίση με 30.9 τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα 2 μονάδα μήκους της αστρονομίας ίση με 3.26 έτη φωτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |