Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopartecipazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [parteʧipatˈtsjone] 1 συνεργασία 2 προσέλευση 3 μοιρασιά 4 ανάμειξη 5 ανακοίνωση 6 ιδιοκτησία μετοχών ή άλλων χρεογράφων 7 αναγγελία 8 μέθεξη 9 παρακολούθηση 10 διαβίβαση 11 μήνυμα 12 παρουσία 13 πρόσκληση γάμου ή άλλου μυστηρίου 14 συνεννόηση 15 συμμετοχή 16 μοίρασμα 17 επικοινωνία 18 κοινοποίηση 19 μετάδοση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |