Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoordinànza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ordiˈnantsa] 1 ένταλμα 2 εντολή 3 δικαστική πράξη 4 ορντινάντσα αξιωματικού 5 νόμος 6 διαταγή 7 διάταξη 8 διάταγμα 9 θεσμική εντολή 10 δικαστική εντολή 11 θέσπισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |