Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoordinaménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ordinaˈmento] 1 σύνολο κανόνων 2 δομή 3 σύστημα 4 κανονισμός 5 ταξινόμηση 6 οργάνωση 7 διάταξη 8 σειρά 9 διευθέτηση 10 συστηματοποίηση 11 τακτοποίηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |