Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoordinàta
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ordiˈnata] 1 σκελετός πλοίου 2 σκελετός αεροσκάφους 3 πλαίσιο σε πλοίο 4 τεταγμένη (συνιστώσα) 5 τακτοποίηση 6 συγύρισμα 7 νοικοκύρεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |