Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianooffuscàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [offusˈkare] 1 υποσκιάζω 2 θολώνω 3 σκιάζω 4 επισκιάζω 5 σκουραίνω 6 συννεφιάζω 7 σκοτεινιάζω 8 μαυρίζω 9 θαμπώνω 10 αμαυρώνω offuscarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [offusˈkarsi] 1 καταχνιάζω 2 ανταριάζω 3 σκουραίνω 4 σκοτεινιάζω 5 συννεφιάζω 6 γεμίζω ή καλύπτομαι με ομίχλη 7 αμαυρώνομαι 8 γίνομαι μουντός 9 μαυρίζω 10 σκιάζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |