Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianooffuscàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [offusˈkato] 1 θολωμένος 2 ανταριασμένος 3 συννεφιασμένος 4 σκυθρωπός 5 μελαγχολικός 6 κατσουφιασμένος 7 σκιασμένος 8 σκοτεινιασμένος 9 σκοτεινός 10 θολός 11 αμυδρός 12 μουντός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |