Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianooffrìre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [ofˈfrire] 1 προσφέρω 2 (pagare da bere) κερνώ offrirsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [ofˈfrirsi] 1 δείχνω ζήλο 2 προσφέρομαι εθελοντικά 3 δείχνω καλή διάθεση 4 εκτίθεμαι 5 παρουσιάζομαι 6 αφοσιώνομαι 7 προσφέρομαι 8 προθυμοποιούμαι 9 προσφέρω τον εαυτό μου 10 θυσιάζομαι permalink
Locuzioni, modi di dire, esempioffrire il pranzo = κάνω το τραπέζι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |