Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoobbligàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [obbliˈgare] υποχρεώνω obbligarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [obbliˈgarsi] 1 δίνω το λόγο μου 2 αναλαμβάνω την υποχρέωση 3 εμποδίζομαι από υποχρέωση 4 στέκομαι ως εγγυητής 5 εγγυώμαι 6 καθηλώνομαι 7 δεσμεύομαι 8 υποχρεώνομαι 9 αναλαμβάνω ευθύνη 10 αναγκάζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |