Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoobbròbrio
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [obˈbrɔbrjo] 1 καταισχύνη 2 ντρόπιασμα 3 δυσμένεια 4 επιτίμηση 5 κάτι που προσβάλει την αισθητική 6 οπτικό απόρριμμα 7 οπτικό έκτρωμα 8 οπτικό εξάμβλωμα 9 οπτικό απόβγαλμα 10 δημόσιος εξευτελισμός 11 καταισχύνη 12 αίσχος 13 ατιμία 14 ντροπή 15 καταρράκωση 16 ατίμωση 17 αχρειότητα 18 όνειδος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |