Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoobbligazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [obbligatˈtsjone] 1 ομολογία (ιδιωτικής επιχείρησης) 2 ομολογιακό δάνειο 3 ομολογία χρέους 4 χρεωστικό ομόλογο 5 ομόλογο δανείου 6 καθήκον 7 δέσμευση 8 υποχρέωση 9 ομολογία (δάνειο) 10 υποχρέωση χρηματική permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |