Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomelìsma
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [meˈlizma] 1 παρενθετικό στόλισμα άριας 2 σόλο μπις σε τέλος κονσέρτου 3 μέλισμα 4 μελωδική διακόσμηση (cadenza) 5 ομάδα με νότες τραγουδημένες μαζί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |