Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomelmóso
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [melˈmoso], [melˈmozo] 1 γλιτσιασμένος 2 γλιστερός 3 γλοιώδης 4 γεμάτος κατακάθια ή πουρί 5 παχύρρευστος 6 που βγάζει υγρό σιγά-σιγά 7 βορβορώδης 8 λασπωμένος 9 λασπερός 10 πηλώδης 11 λασπώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |