Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomedagliètta
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [medaʎˈʎetta] 1 μικρό μετάλλιο 2 έμβλημα αντιπροσώπου 3 έμβλημα απεσταλμένου 4 πινακίδα στο λαιμό σκύλου 5 σήμα στο πέτο αντιπροσώπου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |