Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianolegatùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [legaˈtura] 1 επίδεση 2 δέσιμο 3 δέση 4 γραμμή ένωσης φθόγγων μουσικής 5 σύνδεσμος σε μουσικές νότες 6 σύνδεση 7 περίδεση 8 μάτισμα 9 πρόσδεση 10 βιβλιοδεσία 11 πήξιμο 12 κόμπος 13 μουσική σύζευξη 14 δέσιμο πέτρας σε κόσμημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |