Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianolegàto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [leˈgato] 1 διπλωματικός εκπρόσωπος 2 κληροδότημα 3 κληροδοσία 4 πρεσβευτής 5 νότες εκτελεσμένες μαζί 6 τμήμα σύνθεσης σε legato 7 επίσημος απεσταλμένος legàto aggettivo Pronuncia I.P.A.: [leˈgato] 1 αλαζονικός 2 ψηλομύτης 3 ψωροπερήφανος 4 ακατάδεχτος 5 αγέρωχος 6 ακατάδεκτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |