Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoleggerézza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ledʤeˈrettsa] 1 ευστροφία 2 ελαφρότητα 3 ανευθυνότητα 4 αναξιοπιστία 5 ροπή για φλερτ 6 ευκινησία 7 απερισκεψία 8 αστάθεια 9 σβελτάδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |