Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoindulgènte
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [indulˈʤɛnte] 1 μαλακός 2 καλόγνωμος 3 ευνοὶκός 4 εύκρατος 5 ευμενής 6 καλόβολος 7 ήπιος 8 ήμερος 9 αβρός 10 πράος 11 μειλίχιος 12 συγκαταβατικός 13 επιεικής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |