Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoindulgènza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [indulˈʤɛntsa] 1 μακροθυμία 2 επιείκεια 3 ανεκτικότητα 4 ηπιότητα 5 ανεξικακία 6 συχωροχάρτι 7 άφεση αμαρτιών 8 συγκαταβατικότητα 9 ανοχή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |