Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoindugiàre
verbo transitivo e intransitivo Pronuncia I.P.A.: [induˈʤare] 1 βραδυπορώ 2 χρονίζω 3 χασομερώ 4 παρελκύω 5 τριγυρίζω 6 ξαργώ 7 καθυστερώ 8 αργοπορώ 9 παίρνω αρκετό χρόνο 10 χρονοτριβώ 11 αργώ 12 γυροφέρνω 13 παρακάθομαι indugiarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [induˈʤarsi] 1 παίρνω αρκετό χρόνο 2 τριγυρίζω 3 παρακάθομαι 4 γυροφέρνω 5 παρελκύω 6 αργοπορώ 7 ξαργώ 8 χρονίζω 9 καθυστερώ 10 βραδυπορώ 11 χασομερώ 12 χρονοτριβώ 13 αργώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |