Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoindeformàbile
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [indeforˈmabile] 1 ο ασφαλής κατά των συγκρούσεων 2 μη παραμορφώσιμος 3 που δεν μπαίνει 4 που δεν μαζεύει 5 που δεν συστέλλεται permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |