Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoindelicatézza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [indelikaˈtettsa] 1 ατόπημα 2 ακοσμία 3 βλαχιά 4 βλαχουριά 5 αδιακρισία 6 έλλειψη λεπτότητας 7 ακριτομυθία 8 χωριατιά 9 έλλειψη τακτ 10 χοντροκοπιά 11 αγένεια 12 γαὶδουριά 13 αθυροστομία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |