Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoindefinìto
aggettivo e sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [indefiˈnito] 1 επίδικος 2 εκκρεμής δικαστικά 3 ο υπό εκδίκαση 4 ο μη αποφασισμένος δικαστικά 5 φλου 6 ασαφής 7 αόριστος 8 ακαθόριστος 9 απροσδιόριστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |