Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinarcàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [inarˈkare] 1 κυρτώνω στην μέση προς τα έξω 2 κυρτώνω 3 πετσικάρω 4 λυγίζω 5 καμπυλώνω 6 κάμπτω inarcàrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [inarˈkarsi] 1 σκύβω 2 κάμπτομαι σε σχήμα τόξου 3 καμπυλώνομαι εκτός ευθείας 4 σχηματίζω τόξο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |