Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinarrivàbile
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [inarriˈvabile] 1 ασύγκριτος 2 ανεπίτευκτος 3 απαράβλητος 4 πρωτάκουστος 5 άνευ προηγουμένου 6 απραγματοποίητος 7 δύσβατος 8 απαράμιλλος 9 απαρομοίαστος 10 ασυναγώνιστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |