Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinarcaménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [inarkaˈmento] 1 ελαφρά τοξοειδής καμπύλη 2 κύρτωση ελαφριά 3 λύγισμα 4 κύρτωση πτερυγίου αεροσκάφους 5 καμπούριασμα 6 κλίση τροχών αυτοκινήτου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |