Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoignominióso
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [iɲɲomiˈnjoso], [iɲɲomiˈnjozo] 1 ονειδιστικός 2 άπρεπος 3 ατιμωτικός 4 εξυβριστικός 5 αχρείος 6 αισχρός 7 ατιμαστικός 8 ξετσίπωτος 9 υβριστικός 10 αδιάντροπος 11 πρόστυχος 12 ντροπιαστικός 13 κακέμφατος 14 αναίσχυντος 15 επονείδιστος 16 προσβλητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |