Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoignorantóne
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [iɲɲoranˈtone] 1 πολύ αδαής άνθρωπος 2 στούρνος 3 πολύ άσχετος άνθρωπος 4 τελείως άσχετος άνθρωπος 5 αμόρφωτος άνθρωπος 6 άνθρωπος με ελάχιστη γνώση των πραγμάτων 7 ξύλο απελέκητο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |