Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoignobilitare
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [iɲɲobiliˈtare] στερώ κάποιον από την ευγενική καταγωγή ή από τα προνόμια της ευγενικής του καταγωγής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |