Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoideatóre
aggettivo e sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ideaˈtore] 1 πλάστης 2 επινοητής 3 χαλκευτής 4 γενεσιουργός 5 πλαστουργός 6 συγγραφέας 7 σχεδιαστής 8 δημιουργός 9 εφευρέτης 10 (femminile: ((ideatrice))) γυναίκα δημιουργός, συγγραφέας (η) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |