Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoidentikit
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [identiˈkit] σύνολο από διαφάνειες που περιέχουν μάτια ή μύτες ή άλλα στοιχεία κατάλληλα για σχηματισμό προσώπου καταζητούμενου ατόμου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |