ItalianoGreco


associàto  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [assoˈʧato]

1 συγχώνευση
2 νόμιμη εταιρεία
3 συνεταίρος
4 σύντροφος σε κοινή εταιρεία
5 συνεργάτης
6 συνδρομητής
7 συνεργασία
8 συνέταιρος

associàto  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [assoˈʧato]

1 ο της νόμιμης εταιρείας
2 συνεταιρικός

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---