Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoassoggettàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [assodʤetˈtare] 1 χαλιναγωγώ 2 υποτάσσω 3 εξανδραποδίζω 4 ανδραποδίζω 5 καθυποτάσσω 6 δαμάζω 7 σκλαβώνω 8 υποδουλώνω assoggettàrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [assodʤetˈtarsi] 1 υπακούω σε κυβέρνηση ή αρχή 2 υποτάσσομαι 3 παραδίνομαι 4 δέχομαι αδιαμαρτύρητα 5 υποκύπτω 6 προσκυνώ 7 σκύβω το κεφάλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |