Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoassociàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [assoˈʧare] 1 συνδυάζω 2 εκλέγω κάποιον ως μέλος 3 ενσωματώνω 4 συναναστρέφομαι 5 συνδέομαι 6 συνδέω associàrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [assoˈʧarsi] 1 συνεργάζομαι 2 συμμετέχω 3 συνεταιρίζομαι 4 συμμαχώ 5 συνδέομαι 6 ενώνομαι 7 ενσωματώνομαι 8 γίνομαι μέλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |