Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaffrancaménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [affrankaˈmento] 1 απαλλαγή 2 απολύτρωση 3 απαλλακτικό πόρισμα 4 αποδέσμευση 5 απόλυση 6 εξαγορά 7 εξόφληση 8 επικόλληση γραμματοσήμου 9 ελευθέρωση 10 επανόρθωση 11 λυτρωμός 12 απελευθέρωση 13 εκπλήρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |