Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaffrancàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [affranˈkare] 1 απολύω 2 εξοφλώ 3 απελευθερώνω 4 ελευθερώνω από αμαρτίες 5 αποδεσμεύω 6 ελευθερώνω 7 απολυτρώνω 8 αλλάζω προς το καλύτερο 9 επικολλώ γραμματόσημο 10 εξαγοράζω affrancàrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [affranˈkarsi] 1 αποδεσμεύομαι 2 λυτρώνομαι 3 ελευθερώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |