Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaffossàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [affosˈsare] 1 κωλυσιεργώ στη βουλή 2 κωλυσιεργώ 3 σκάβω χαντάκι ή τάφρο 4 βάζω σε ράφι 5 αποξηραίνω 6 αυλακώνω 7 βάζω στο χρονοντούλαπο affossàrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [affosˈsarsi] 1 γίνομαι κοίλος 2 βαθουλώνομαι 3 φουσκώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |