Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaccaparratóre
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [akkaparraˈtore] 1 αυτός που καπαρώνει 2 αυτός που αγοράζει μαζικά και χωρίς όρια 3 αυτός που αγοράζει με σκοπό την απόκρυψη 4 αυτός που αγοράζει ότι βρει 5 κερδοσκόπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |