Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaccaparraménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [akkaparraˈmento] 1 κερδοσκοπία 2 μαζική και χωρίς όριο αγορά 3 εξαγορά σε ότι βρω 4 σπεκουλάτσια 5 σπεκουλάρισμα 6 σπέκουλα 7 καπάρωμα 8 μαύρη αγορά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |