Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaccapigliàrsi
verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [akkapiʎˈʎarsi] 1 έρχομαι στα χέρια 2 γίνομαι από δυο χωριά 3 διαπληκτίζομαι 4 αρπάζομαι στα χέρια 5 μαλλιοτραβιέμαι 6 καβγαδίζω 7 τσακώνομαι 8 σουρομαλλιάζομαι 9 πιάνομαι στα χέρια 10 μαλώνω 11 ξεμαλλιάζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |