Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabboccatùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [abbokkaˈtura] 1 αυλάκι 2 τοποθέτηση στο στόμα 3 στόμιο 4 στόμα 5 άνοιγμα 6 υλικό ξέχειλο σε δοχείο 7 ψωμί που είναι κοντά στο άνοιγμα του φούρνου και δεν έχει καλοψηθεί 8 κατάποση 9 χάψιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |