Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabbiosciàre
verbo transitivo e intransitivo Pronuncia I.P.A.: [abbjoʃˈʃare] 1 ταπεινώνω 2 αποκαρδιώνω 3 εξουθενώνω 4 καταφρονώ abbiosciàrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [abbjoʃˈʃarsi] 1 εξασθενίζω 2 λιποθυμώ 3 καταρρέω 4 σβήνω 5 μαραίνομαι (φυτό) 6 πέφτω (πχ στο κρεβάτι ή σε πολυθρόνα) 7 εξευτελίζομαι 8 απελπίζομαι 9 αποθαρρύνομαι 10 ξαπλώνομαι 11 βυθίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |