Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabballottàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [abballotˈtare] 1 περιπλέκω 2 τα κάνω μούσκεμα 3 συσσωματώνομαι (για μέταλλο κατά την επεξεργασία του) 4 διαχειρίζομαι άχαρα 5 γυρίζω τα επάνω κάτω 6 αναστατώνω τον κόσμο 7 διαχειρίζομαι αδέξια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |