Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabbandóno
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [abbanˈdono] 1 φυγοδικία 2 ξεφόρτωμα 3 λιποταξία 4 παράδοση 5 αθέτηση (υποχρέωσης) 6 άρση 7 εγκατάλειψη πλοίου 8 ανάκληση (δήλωσης) 9 παραίτηση (από δικαίωμα) 10 εγκατάλειψη 11 αποδέσμευση 12 αποστασία 13 υποχώρηση 14 συνταξιοδότηση 15 παραίτηση 16 εκχώρηση 17 αποχώρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |