Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κινδυνεύων [agg.] κίνηση {-ης κ. -ή...
κινδυνολογία {κινδυνολο... κινησιοθεραπεία {χωρ. πληθ...
κινδυνολόγος [s. masch. e femm.] κινησιοθεραπευτής [s. masch.]
κινδυνολογώ {κινδυνολο... κινησιοθεραπεύτρια [s. femm.]
κίνδυνος {κινδύν-ου... κινησιολογία {χωρ. πληθ...
κίνδυνος! [int.] κινητήρας [s. masch.]
κινδυνώδης {κινδυνώδ-... κινητήριος [agg.]
Κινέζα [s. femm.] κινητική [s. femm.]
κινέζικος, (raro) κινεζικός [agg.] κινητικός [agg.]
κινεζοποίηση [s. femm.] κινητικότητα {χωρ. πληθ...
Κινέζος [s. masch.] κινητό [s. nt.]
κίνημα {κινήμ-ατο... κινητοποιημένος [agg.]
κινηματίας {κινηματιώ... κινητοποίηση {-ης κ. -ή...
κινηματική [s. femm.] κινητοποιώ {κινητοποι...
κινηματικός [agg.] κινητός [agg.]
κινηματογραφημένος [agg.] κίνητρο {κινήτρ-ου...
κινηματογράφηση {-ης κ. -ή... κινίνη [s. femm.]
κινηματογραφία {χωρ. πληθ... κινίνο [s. nt.]
κινηματογραφικός [agg.] κιννάβαρι {κινναβάρε...
κινηματογραφιστής [s. masch.] κινόνη [s. femm.]
κινηματογραφίστρια [s. femm.] κινούμαι [v. pass.]
κινηματογράφος, (popolare) κινηματόγραφος [s. masch.] κινούμενος [agg.]
κινηματογραφόφιλος [agg.] κινούργιος [agg.]
κινηματογραφώ [-είς, -εί... κιντηνάρι [s. nt.]
κινηματοθέατρο {κινηματοθ... κιντηνάριον [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: