Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκινητός
aggettivo 1 mobile κινητό συνεργείο τηλεοράσεως → unità mobile di riprese televisive | κινητές εορτές → feste mobili | κινητή περιουσία → beni mobili 2 mobile, girevole κινητή γέφυρα → ponte girevole, mobile+++κινητό τηλέφωνο → telefono cellulare permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiτο κινητό τηλέφωνο = telefono αρσ. cellulare Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |