Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκίνημα
sostantivo neutro 1 movimento [m], moto [m], mossa [f] μ'ένα κίνημα του χεριού του → con un movimento della mano 2 (fig) moto [m], insurrezione [f], rivolta [f], sommossa το κίνημα το στρατού απέτυχε → la rivolta dell'esercito è fallita 3 (fig) movimento εργατικό κίνημα → movimento operaio | φοιτητικό κίνημα → movimento studentesco | καλλιτεχνικό κίνημα → movimento letterario | φεμινιστικό κίνημα → movimento femminista permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |