Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
καλλιεργήσιμος [agg.] καλλουργώ [-είς, -εί...
καλλιεργητής [s. masch.] καλλυντικά [s. nt. pl.]
καλλιεργητικός [agg.] καλλυντικό [s. nt.]
καλλιεργήτρια {καλλιεργη... καλλυντικός [agg.]
καλλιεργούμαι [v. pass.] καλλύνω {εκάλλυνα}
καλλιεργούμενος [agg.] καλλωπίζομαι [v. pass.]
καλλιεργώ {καλλιεργε... καλλωπίζω {καλλώπισ-...
καλλικατζούρες [sost femm. pl.] καλλωπισμός [s. masch.]
καλλιμάρμαρος [agg.] καλλωπιστικός [agg.]
κάλλιο [avv.] κάλμα [s. femm.]
κάλλιος [agg.] καλμάρισμα [s. nt.]
κάλλιστα [avv.] καλμαρισμένος [agg.]
καλλιστεία [s. nt. pl.] καλμάρω (κάλμ-αρα ...
κάλλιστος [agg.] καλμάρω (κάλμ-αρα ...
κάλλιστος [agg.] καλμούκος [s. masch.]
κάλ§λι§στος [agg.] καλντέρα {χωρ. γεν....
καλλίτερος [agg.] καλντερίμι {καλντεριμ...
καλλιτέχνημα {καλλιτέχν... καλό [s. nt.]
καλλιτεχνημένος [agg.] καλ(ο)– [pref.]
καλλιτέχνης {καλλιτεχν... καλοαναθρεμμένος [agg.]
καλλιτέχνιδα {καλλιτέχν... καλοβαλμένος [agg.]
καλλιτεχνικός [agg.] καλοβλέπω {καλόειδα ...
καλλίφωνος [agg.] καλοβλέπω {καλόειδα ...
καλλονή [s. femm.] καλόβολα [avv.]
κάλλος {κάλλ-ους ... καλόβολος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: