Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκαλλιτεχνικός
aggettivo 1 artistico καλλιτεχνικός διευθυντής → direttore artistico | καλλιτεχνική φωτογραφία → fotografia artistica 2 raffinato καλλιτεχνική διακόσμηση → decorazione raffinata | καλλιτεχνικό στερέωμα → il mondo dell'arte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |